αρκαδικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀρκαδικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αρκαδία
νεοελλ.
(ως λογοτεχνικός όρος) εκείνος που αναφέρεται στην ειδυλλιακή ποιμενική ζωή.