αρκύστατος

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

ἀρκύστατος, -η, -ον (Α)
1. ο στημένος σαν δίχτυ
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἀρκύστατα. χώρος κλεισμένος με δίχτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -στατος < ίστημι].