αρκύστατος

From LSJ

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source

Greek Monolingual

ἀρκύστατος, -η, -ον (Α)
1. ο στημένος σαν δίχτυ
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἀρκύστατα. χώρος κλεισμένος με δίχτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -στατος < ίστημι].