ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another
ἁρματοθεσία, η (Μ)αγώνας αρματοδρομίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -θεσία (< -θέτης < τίθημι)].