αρνησιπονία

Greek Monolingual

η
η αποφυγή των κόπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρνησις (-η) + -πονία < πόνος «κόπος, μόχθος». Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Σούτζο].