αροτήρ

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source

Greek Monolingual

ἀροτήρ, ο (Α) αρώ
1. αυτός που οργώνει, ο ζευγολάτης
2. (για ζώα) αυτό που χρησιμοποιείται στο όργωμα, το καματερό.