Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
ἀρρενομίκτης, ο (Α)ο αρσενοκοίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μικτης < μείγνυμι].