αρρενωνυμώ

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

ἀρρενωνυμῶ (-έω) (Μ)
μετατρέπω θηλυκό όνομα στο αρσενικό γένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -ωνυμώ < -ώνυμος < όνυμα (αιολ. και δωρ. τ. του όνομα)].