αρρενόπαις
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
ἀρρενόπαις (-παιδος), ο, η (AM)
1. αυτός που περιλαμβάνει μόνο αρσενικά παιδιά («αρρενόπαις γόνος, γονή»)
2. ο ερμαφρόδιτος.