αρρητουργός

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

ἀρρητουργός, ο (AM)
αυτός που κάνει ακατονόμαστες πράξεις, ο αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + -ουργός < έργον].