αρρητουργός

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

ἀρρητουργός, ο (AM)
αυτός που κάνει ακατονόμαστες πράξεις, ο αισχρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρητος + -ουργός < έργον].