άρρητος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄρρητος, -ον)
ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος
νεοελλ.
άρρητα-ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα-μάραθα», «άρρατ' αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα»)
αρχ.
1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός
2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + ρητός < είρω (II) «λέω, μιλώ».
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀρρητολογία
αρχ.-μσν.
αρρητοποιώ, αρρητουργός
μσν.
αρρητοτόκος, αρρητοτρόπως].