αρρωστημένος

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει αρρωστήσει
2. ο καχεκτικός
3. αυτός που δεν είναι ζωηρός, κανονικός
4. (για δέντρα) αυτό που δεν είναι δροσερό ούτε υγιές.