αρρωστημένος
From LSJ
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut
-η, -ο
1. αυτός που έχει αρρωστήσει
2. ο καχεκτικός
3. αυτός που δεν είναι ζωηρός, κανονικός
4. (για δέντρα) αυτό που δεν είναι δροσερό ούτε υγιές.