καχεκτικός

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχεκτικός Medium diacritics: καχεκτικός Low diacritics: καχεκτικός Capitals: ΚΑΧΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kachektikós Transliteration B: kachektikos Transliteration C: kachektikos Beta Code: kaxektiko/s

English (LSJ)

καχεκτική, καχεκτικόν, = καχέκτης (in a bad habit of body, disaffected) 1, Gal. 11.307.

German (Pape)

[Seite 1409] ή, όν, von schlechter Leibesbeschaffenheit, leidend; διαθέσεις καχεκτικαὶ ὀφθαλμῶν Galen., a. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

καχεκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἀντίθ. εὐεκτικός, Γαλην.

Greek Monolingual

ή, -ό (ΑΜ καχεκτικός, -ή, -όν) καχέκτης
αυτός που έχει ασθενή κράση, φιλάσθενος, ατροφικός
νεοελλ.
μτφ. α) (για βλάστηση) μαραμένος
β) (για εμπορικές βιομηχανικές κ.ά. επιχειρήσεις) αυτός που με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις δαπάνες του, αυτός που δεν ευδοκιμεί.