καχεκτικός
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
καχεκτική, καχεκτικόν, = καχέκτης (in a bad habit of body, disaffected) 1, Gal. 11.307.
German (Pape)
[Seite 1409] ή, όν, von schlechter Leibesbeschaffenheit, leidend; διαθέσεις καχεκτικαὶ ὀφθαλμῶν Galen., a. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
καχεκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἀντίθ. εὐεκτικός, Γαλην.
Greek Monolingual
ή, -ό (ΑΜ καχεκτικός, -ή, -όν) καχέκτης
αυτός που έχει ασθενή κράση, φιλάσθενος, ατροφικός
νεοελλ.
μτφ. α) (για βλάστηση) μαραμένος
β) (για εμπορικές βιομηχανικές κ.ά. επιχειρήσεις) αυτός που με δυσκολία αντεπεξέρχεται στις δαπάνες του, αυτός που δεν ευδοκιμεί.