αρρωστώ

From LSJ

Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it

Source

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἀρρωστῶ, -έω) άρρωστος
αρρωσταίνω ή είμαι άρρωστος
νεοελλ.
1. στενοχωριέμαι, υποφέρω
2. κάνω κάποιον να στενοχωριέται.