αρρωσταίνω

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source

Greek Monolingual

είμαι άρρωστος ή γίνομαι άρρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αρρωστώ κατά τα ρ. σε -αίνω].