αρτίπλουτος

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monolingual

ἀρτίπλουτος, -ον (Α)
αυτός που αποκτήθηκε πολύ πρόσφατα.