αρτηριοτομώ

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

ἀρτηριοτομῶ (-έω) (Α)
1. κόβω μια αρτηρία
2. παθ. μου κόβουν μια αρτηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτηρία + -τομώ < τόμος < τέμνω.