αρτοστροφώ

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

ἀρτοστροφῶ (-έω) (Α)
γυρίζω το ψωμί για να ψηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -στροφώ < -στροφος < στρέφω.