αρυστήρ

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source

Greek Monolingual

ἀρυστήρ, ο (Α) αρύω
αγγείο για μέτρηση υγρών.