ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
ἀρχαιοειδής, -ές (Α)αυτός που φαίνεται σαν αρχαίος ή σαν παλαιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -ειδής < είδος].