αρχικτηνίατρος

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

ο
ανώτερος βαθμός της στρατιωτικής κτηνιατρικής υπηρεσίας.