ασίγητος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσίγητος, -ον) σιγώ
1. αυτός που ποτέ δεν μένει σιωπηλός, αυτός που πάντα θορυβεί
2. ο αδιάκοπος.