ασημένιος
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
Greek Monolingual
-ια, -ιο
1. ο κατασκευασμένος από ασήμι
2. αυτός που έχει το χρώμα του ασημιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ασήμι + (κατάλ.) -ένιος (πρβλ. κοντυλένιος, μαλαματένιος, σιδερένιος κ.ά.)].