ασημοκεντημένος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-η, -ο 1. κεντημένος με ασημένια κλωστή
2. αυτός που έχει ασημένια διακόσμηση.