ασθενόρριζος
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
Greek Monolingual
ἀσθενόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες.
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἀσθενόρριζος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες.