ασπιδίσκος
From LSJ
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
Greek Monolingual
ἀσπιδίσκος, ο (Μ) ασπίς
κόσμημα της περικεφαλαίας σε σχήμα ασπίδας.
δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
ἀσπιδίσκος, ο (Μ) ασπίς
κόσμημα της περικεφαλαίας σε σχήμα ασπίδας.