ατμώδης

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

ἀτμώδης, -ες) ατμός
αυτός που περιέχει ατμό ή είναι όμοιος με ατμό.