μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναι → only the beautiful is the good, only the morally beautiful is good
ἀτρεμής, -ές (AM) τρέμω1. αυτός που δεν τρέμει, ακίνητος2. ήρεμος, ατάραχος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτρεμέςηρεμία, ησυχία.