αυγώ
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
Greek Monolingual
αὐγῶ (-έω) (Α) αυγή
λάμπω, ακτινοβολώ.
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
αὐγῶ (-έω) (Α) αυγή
λάμπω, ακτινοβολώ.