αυτεπώνυμος

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source

Greek Monolingual

αὐτεπώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο επώνυμο.