αὐτεπώνυμος
From LSJ
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
English (LSJ)
αὐτεπώνυμον, of the same surname with, σοῦ πατρός E.Ph.769.
Spanish (DGE)
(αὐτεπώνῠμος) -ον
que tiene el mismo nombre que c. gen. σοῦ πατρός E.Ph.769.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le même surnom que.
Étymologie: αὐτός, ἐπώνυμος.
German (Pape)
gleichnamig, τινός Eur. Phoen. 769.
Russian (Dvoretsky)
αὐτεπώνυμος: носящий одинаковое имя, одноименный (πατρός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτεπώνῠμος: -ον, ὁμώνυμος, τῷ αὐτῷ ὀνόματι καλούμενος, σοῦ πατρὸς αὐτεπώνυμον Εὐρ. Φοιν. 769.
Greek Monolingual
αὐτεπώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο επώνυμο.
Greek Monotonic
αὐτεπώνῠμος: -ον, αυτός που έχει το ίδιο επώνυμο με κάποιον, τινος, σε Ευρ.
Middle Liddell
of the same surname with, τινος Eur.