αυτογνωσία
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek Monolingual
η (AM αὐτογνωσία) γνώσις
η γνώση του εαυτού μας, η αυτεπίγνωση.
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
η (AM αὐτογνωσία) γνώσις
η γνώση του εαυτού μας, η αυτεπίγνωση.