αυτοθάνατος

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

αὐτοθάνατος, -ον (Α)
αυτός που αυτοκτόνησε, ο αυτόχειρας.