αφάνταστος
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφάνταστος, -ον)
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός
2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός
αρχ.-μσν.
1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός
2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα
3. αυτός που δεν έχει φαντασία
αρχ.
(για τον ύπνο) χωρίς όνειρα.