αφάνταστος
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφάνταστος, -ον)
νεοελλ.
1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός
2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνός
αρχ.-μσν.
1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός
2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα
3. αυτός που δεν έχει φαντασία
αρχ.
(για τον ύπνο) χωρίς όνειρα.