αφάπτω

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

ἀφάπτω)
νεοελλ.
ναυτ. ξεγαντζώνω
αρχ.
1. δένω μαζί
2. δένω κόμπο σε σχοινί
3. (-ομαι) κρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο) + άπτω].