αφηρημάδα
From LSJ
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
Greek Monolingual
η αφηρημένος
1. το να είναι κανείς αφηρημένος, η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία
2. αστόχαστη ή επιπόλαια ενέργεια.