αφηρημάδα

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165

Greek Monolingual

η αφηρημένος
1. το να είναι κανείς αφηρημένος, η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία
2. αστόχαστη ή επιπόλαια ενέργεια.