αφιλοχρήματος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφιλοχρήματος, -ον)
αυτός που δεν είναι φιλοχρήματος, ο αφιλοκερδής.