αφοδεύω

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

(AM ἀφοδεύω) οδεύω
απαλλάσσω τον πεπτικό σωλήνα από τα περιττώματα, αποπατώ.