Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποπατώ

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

(-έω κ. -άω) (AM ἀποπατῶ, -άω) [[[πατώ]] (-έω)]
αποβάλλω τα περιττώματα, ενεργούμαι
αρχ.
αποχωρώ από τον δρόμο, παραμερίζω για να αφοδεύσω.