Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αφορολόγητος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφορολόγητος, -ον)
αυτός που δεν φορολογείται
νεοελλ.
όποιος δεν εξαναγκάστηκε να δώσει κάτι.