αφροδισιαστής

Greek Monolingual

ο (Α ἀφροδισιαστής) αφροδισιάζω
έκδοτος στις αφροδίσιες απολαύσεις, φιλήδονος
αρχ.
οἱ Ἀφροδισιασταί
θίασος λατρευτών της Αφροδίτης.