ἀφροδισιαστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
1 voluptuary, Polem. Phgn. 14.
2 lessee of public brothel, POxy. 511.3.
3 in plural, worshippers of Aphrodite, at Rhodes, IG 12(1).162.
Spanish (DGE)
-οῦ
aficionado a los placeres de Afrodita de los bizcos, Polem.Phgn.14.
German (Pape)
[Seite 415] ὁ, ausschweifend in der Liebe, Polem. Physiogn. 1, 6.
Greek Monolingual
ο (Α ἀφροδισιαστής) αφροδισιάζω
έκδοτος στις αφροδίσιες απολαύσεις, φιλήδονος
αρχ.
οἱ Ἀφροδισιασταί
θίασος λατρευτών της Αφροδίτης.