εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds
ἀφυώδης, -ες (Α) αφύηαυτός που μοιάζει με την αφύη, που έχει το ίδιο (λευκό) χρώμα.