αχρησιμοποίητος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει χρησιμοποιηθεί, ο αμεταχείριστος
2. καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χρησιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από τον Στέφανο Ξένο].