αψίκορος
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἁψίκορος, -ον)
1. αυτός που χορταίνει γρήγορα
2. ευμετάβλητος, άστατος
νεοελλ. ευερέθιστος, οξύθυμος
αρχ.
αυτός που εύκολα χορταίνει ή ικανοποιεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αψι- (< άπτω) + κόρος (Ι) < κορέννυμι «χορταίνω»].