αἰλουρόμορφος

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἰλουρόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν αἰλούρου, Ὡραπόλλ. Ἱερογλ. Α. κεφ. 10, σ. 16.

Spanish (DGE)

-ον
de cara de gato ξόανον Horap.1.10, ἰδέα κανθάρων del escarabajo pelotero (Scarabaeus pilularis) Horap.1.10.