αἰνοτύραννος

English (LSJ)

ὁ, dreadful tyrant, APl.5.350.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
terrible tirano, AP 16.350.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
affreux tyran.
Étymologie: αἰνός, τύραννος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνοτύραννος: ὁ φοβερὸς τύραννος, Ἀνθ. Πλαν. 5. 350.

Greek Monotonic

αἰνοτύραννος: ὁ, τρομερός τύραννος, σε Ανθ.

Middle Liddell

a dreadful tyrant, Anth.

German (Pape)

schrecklicher Tyrann, Anth. (Plan. 350).