αὐτόποδον

From LSJ

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόποδον: (κῶδ. αὐτόπεδον) καὶ αὐτοποδητί· «τὸ ἐκ ποδός βαδίζειν» Ἡσύχ.: ― «αὐτόπεδον: τὸ πεζῇ ὁδεύειν» Α. Β. 467. 17.

Spanish (DGE)

adv. a pie Hsch.