Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βέλο

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

το
λεπτό αραχνοΰφαντο ύφασμα, κρέπι, τούλι (α. «το βέλος της νύφης» — το πέπλο
β. «καπέλλο με το βέλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. velo < λατ. velum «κάλυμμα, παραπέτασμα»].