ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
βίσεκτος: -ον, = δίσεκτος, Ἰω. Λυδ. σ. 34. 23.
βίσεκτος και βίσεξτος, -ον (AM)ο δίσεκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bisextus «δίσεκτος» (ενν. annus)].