βίσεκτος

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

βίσεκτος: -ον, = δίσεκτος, Ἰω. Λυδ. σ. 34. 23.

Greek Monolingual

βίσεκτος και βίσεξτος, -ον (AM)
ο δίσεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bisextus «δίσεκτος» (ενν. annus)].