βαγόνι
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Greek Monolingual
το
1. σιδηροδρομικό ή τροχιοδρομικό όχημα
2. συνεκδ. το φορτίο που μπορεί να χωρέσει σε σιδηροδρομικό όχημα («δυο βαγόνια κάρβουνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vagone < (αγγλ.) wagon].